- βραχιάζω
- 1. γκρεμίζω κάποιον από βράχο2. πιάνομαι σε βράχο, αγκιστρώνομαι3. βραχιάζω και βραχιάζομαι (γιαγίδια)ανεβαίνω σε βραχώδη μέρη απ' όπου δεν μπορώ να κατεβώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < βράχια (πληθ. του βράχος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek